- ταγή
- η, ΝΜΑ, και ταή Ννεοελλ.-μσν.μερίδα τροφής ζώων, ταΐνιαρχ.1. πρώτη γραμμή, μέτωπο μάχης2. ο τόπος, η επαρχία που τελούσε υπό την εξουσία ενός αρχηγού («πότε καὶ τίνα παρὰ τῶν σατραπῶν ἐν τῇ ταγή ἐκλαβόντι», Αριστοτ.)3. διαταγή, εντολή4. ηγεμονία, κυριαρχία («Ἀχαιών δίθρονον κράτος, Ἑλλάδος ἥβας ξύμφρονα ταγάνη», Αισχύλ.)5. δωρεάν παρεχόμενο συσσίτιο6. σιτηρέσιο7. σύνταξη ή επίδομα διατροφής8. ποινή, τιμωρία, πρόστιμο9. συμφωνημένο ποσό για πληρωμή10. φόρος τών σατραπών προς τον βασιλιά τών Περσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταγ- τού ρ. τάσσω (πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-τάγ-ην) + κατάλ. -ή. Ο νεοελλ. τ. ταή με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -γ- (πρβλ. φαΐ: φαγί)].
Dictionary of Greek. 2013.